πύρινα

πύρινα
πύρινον
neut nom/voc/acc pl
πύρινος
of fire
neut nom/voc/acc pl
πύ̱ρινα , πύρινος
of fire
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρίνας — πυρίνᾱς , πύρινος of fire fem acc pl πυρίνᾱς , πύρινος of fire fem gen sg (doric aeolic) πῡρίνᾱς , πύρινος of fire fem acc pl πῡρίνᾱς , πύρινος of fire fem gen sg (doric aeolic) πυρίνᾱς , πυρίνη fem acc pl πυρίνᾱς , πυρίνη fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίναν — πυρίνᾱν , πύρινος of fire fem acc sg (doric aeolic) πῡρίνᾱν , πύρινος of fire fem acc sg (doric aeolic) πυρίνᾱν , πυρίνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Очи чёрные — …   Википедия

  • πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρίφθογγος — ον, Α μτφ. αυτός που ξεστομίζει πύρινα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. μελί φθογγος, υγρό φθογγος] …   Dictionary of Greek

  • πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… …   Dictionary of Greek

  • Βισιόλι, Αρτέμ — (Σαμάρα 1889 – 1939). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Ιβάνοβιτς Κότσκουροφ. Στα μυθιστορήματα και στα διηγήματά του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα Πύρινα ποτάμια (1924), Πατρική γη (1926) και προπάντων Η Ρωσία στο αίμα (1929… …   Dictionary of Greek

  • Μπάλμοντ, Κονσταντίν Ντμίτριεβιτς — (Σούισκ 1867 – Παρίσι 1942). Ρώσος ποιητής. Από τους πρωτεργάτες του συμβολισμού, τον οποίο ανέπτυξε στο έργο του κυρίως ως λεκτική και ευφωνική δεξιοτεχνία, ως ψυχρή εκτέλεση των «παρακμιακών» μοτίβων που εισήγαγε από τη Γαλλία στη Ρωσία.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • πύρινος — η, ο αυτός που αποτελείται από φωτιά, φλογερός, διάπυρος: Έχυνε πύρινα δάκρυα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”